κατεργάζομαι, ρ. [<αρχ. κατεργάζομαι], κατεργάζομαι· κοροϊδεύω εμφανώς κάποιον. Συχνά συμπληρώνει το ρ. εργάζομαι, όταν θέλουμε να δώσουμε έμφαση, απαντώντας στην ερώτηση κάποιου με εργάζεσαι; (= με κοροϊδεύεις;): «σε εργάζομαι και σε κατεργάζομαι»· βλ. και λ. εργάζομαι.